πυρρόξανθος

πυρρόξανθος
πυρρό-ξανθος, ον,
A reddish-yellow, prob. for πυρό- in Pall.in Hp.2.15 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρρόξανθος — η, ο / πυρρόξανθος, ον, ΝΜ αυτός που έχει κοκκινόξανθο χρώμα («πυρρόξανθα μαλλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + ξανθός] …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • πυρόξανθος — ον, Μ ο πυρρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ξανθός] …   Dictionary of Greek

  • φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόξανθος — η, ο, Ν πυρρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ξανθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσέρυθρος — ον, Μ πυρρόξανθος («κεφαλαῑς χρυσερυθραῑς», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐρυθρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”